- χάλικας
- χάλιξsmall stonemasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χάλικας — ο, Ν (πετρογρ.) αποστρογγυλωμένο ιζηματογενές τεμαχίδιο που κατατάσσεται στους ρουδίτες και η διάμετρός του κυμαίνεται από 4 ώς 64 χιλιοστόμετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλίκι + μεγεθ. κατάλ. ας (πρβλ. χαράκι: χάρακας)] … Dictionary of Greek
οργάζω — ὀργάζω (ΑΜ) κάνω κάτι μαλακό με κατεργασία (α. «πηλὸν ὀργάζειν χεροῑν», Σοφ. β. «oἱ τοὺς χάλικας δηλαδὴ παραφοροῡντες καὶ τὸν πηλὸν ἢ τὸν τίτανον ὀργαζόμενοι», Ευστ.) αρχ. παθ. ὀργάζομαι (για κερί) λειώνω, τήκομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀργάζω παράγεται … Dictionary of Greek
χάλιξ — ικος, ὁ, ἡ, ΜΑ χαλίκι (α. «χάλικας παραφόρει, πηλὸν ἀπαδὺς ὄργασον», Αριστοφ. β. «ἐστρωμένην χάλιξιν... ὁδόν», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει επίθημα ιξ (πρβλ. ελ ιξ, κύλ ιξ). Ο τ. συνδέεται με το λατ. calx, cis… … Dictionary of Greek
ψηφίδα — η / ψηφίς, ῑδος, ΝΜΑ μικρό τεμάχιο πέτρας που χρησιμοποιείται για την κατασκευή ψηφιδωτών νεοελλ. (πετρογρ.) ιζηματογενές τεμαχίδιο που κατατάσσεται στους ρουδίτες και είναι περισσότερο γνωστό με την ονομασία χάλικας αρχ. 1. (γενικά) κομματάκι… … Dictionary of Greek
Δεσποτικό — I Μικρό ακατοίκητο νησί των Κυκλάδων κοντά στην Αντίπαρο. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αντιπάρου του νομού Κυκλάδων. Έχει μέγιστο μήκος 5 χλμ. και μέγιστο πλάτος 3 χλμ. Η βόρεια ακτή του απολήγει στο ακρωτήριο Χάλικας και η νότια, που είναι … Dictionary of Greek
Λεπέτυμνος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 330 μ., 155 κάτ.) της Λέσβου. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νησιού, 52 χλμ. ΒΔ της Μυτιλήνης, στην πλαγιά του ομώνυμου όρους. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μήθυμνας του νομού Λέσβου. Μέχρι το 1961 ονομαζόταν Χάλικας … Dictionary of Greek